αχρωματος

αχρωματος
    ἀχρώματος
    ἀχρώμᾰτος
    2
    Plat., Plut. = ἀχρωμάτιστος См. αχρωματιστος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αχρωματος" в других словарях:

  • αχρώματος — ἀχρώματος, ον (Α) 1. ο χωρίς χρώμα, άχρωμος 2. όποιος δεν κοκκινίζει από ντροπή, ανερυθρίαστος, αδιάντροπος …   Dictionary of Greek

  • ἀχρώματος — colourless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρώματον — ἀχρώματος colourless masc/fem acc sg ἀχρώματος colourless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρωμάτου — ἀχρώματος colourless masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρωμάτους — ἀχρώματος colourless masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρωμάτων — ἀχρώματος colourless masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρωμάτῳ — ἀχρώματος colourless masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβερνήτης — ο, θηλ. κυβερνήτρα (AM κυβερνήτης, θηλ. κυβερνῆτις, ιδος, Α αιολ. τ. κυμερνήτης) [κυβερνώ] 1. αυτός που διοικεί, που κυβερνά το κράτος (α. «κανένας κυβερνήτης δεν έδωσε σημασία στο χωριό μας» β. «ἐπεί τοι κοὐδὲν αἰτία κακῶς κλύουσα διὰ κυβερνήτην …   Dictionary of Greek

  • λευκόφλεγμος — λευκόφλεγμος, ον (Μ) λευκοφλέγματος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λευκοφλέγματος (πρβλ. αχρώματος: άχρωμος)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»